δεκαδωρος

δεκαδωρος
    δεκάδωρος
    δεκά-δωρος
    2
    размером в 10 доров (т.е. ок. 7, 7 см.) Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δεκαδωρος" в других словарях:

  • δεκάδωρος — δεκάδωρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δέκα παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + δώρον «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • δεκάδωρον — δεκάδωρος ten palms long masc/fem acc sg δεκάδωρος ten palms long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδώρου — δεκάδωρος ten palms long masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδώρῳ — δεκάδωρος ten palms long masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δίδωρος — δίδωρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δύο δώρων*, δύο παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι + δώρον «παλάμη» (πρβλ. δεκάδωρος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»